-
1 контрольный
επ.ελεγκτικός, του ελέγχου•-ые органы τα όργανα ελέγχου•
-ые книги τα βιβλία ελέγχου•
-ая работа γραπτή εργασία μαθητή για έλεγχο των γνώσεων του.
-
2 список
(перечень) о κατάλογ/οςо πίνακας, το ευρετήριοбыть в - ке είμαι/βρίσκομαι στον - οпроверять - ελέγχω/τσεκάρω τον - οсогласовать - εγκρίνω/συμφωνώ τον - οтитульные - ки стр. - κτηρίων γενικής επισκευήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > список